προσηκώνομαι

προσηκώνομαι
Ν
σηκώνομαι από σεβασμό για να χαιρετίσω κάποιον ή για να τού παραχωρήσω τη θέση μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσηκώνομαι — προσηκώθηκα, σηκώνομαι από σεβασμό μπροστά σε κάποιο πρόσωπο: Καθώς τους είδε η Λυγερή επροσηκώθηκέ τους (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσήκωμα — το, Ν [προσηκώνομαι] το να σηκώνεται κανείς μπροστά σε άλλον σε ένδειξη σεβασμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”